- μαδημένος
- -η, -οβλ. μαδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολομάδιστος — ὁλομάδιστος, ον (Α) τελείως μαδημένος, εντελώς φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μαδίζω] … Dictionary of Greek
παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου … Dictionary of Greek
τιλτός — ή, ό / τιλτός, ή, όν, ΝΑ [τίλλω] 1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.) 2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος β) κουρελιασμένος νεοελλ. λαναρισμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν α) μοτός, ξαντό β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι … Dictionary of Greek
μαδιέμαι — μαδιέμαι, μαδήθηκα, μαδημένος βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαδώ — μάδησα, μαδήθηκα, μαδημένος 1. αφαιρώ τρίχες, φτερά, φύλλα κτλ.: Μαδήσαμε την κότα πριν να τη μαγειρέψουμε. 2. μτφ., αποσπώ χρήματα από κάποιον με επιτηδειότητα: Την Πρωτοχρονιά με μάδησαν στα χαρτιά. 3. αμτβ., αποβάλλω τα πούπουλα, τις τρίχες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)